πορεύσιμον

πορεύσιμον
πορεύσιμος
that may be crossed
masc acc sg
πορεύσιμος
that may be crossed
neut nom/voc/acc sg
πορεύσιμος
that may be crossed
masc/fem acc sg
πορεύσιμος
that may be crossed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πορεύσιμος — η, ο / πορεύσιμος, ον, θηλ. και ίμη, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.) αρχ. 1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”